- προσαύσῃ
- προσαύ̱σῃ , πρόσ-αὔω 2cry outaor subj mid 2nd sgπροσαύ̱σῃ , πρόσ-αὔω 2cry outaor subj act 3rd sgπροσαύ̱σῃ , πρόσ-αὔω 2cry outfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαύω — Α καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔω «ανάβω, καίω»] … Dictionary of Greek